- ἀναμεμειγμένος
- ἀναμίγνυμιmix upperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
ψευδάργυρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Zn· ανήκει στη δεύτερη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 30, ατομικό βάρος 65,37 και δεκατρία ισότοπα, από τα οποία πέντε είναι σταθερά. Δεν βρίσκεται ελεύθερος στη… … Dictionary of Greek
Καλιόστρο, Αλεσάντρο, κόμης του- — (Alessandro conte di Cagliostro, Παλέρμο 1743 – Σαν Λέο 1795). Ψευδώνυμο του Ιταλού τυχοδιώκτη Τζουζέπε Μπάλσαμο. Σε νεαρή ηλικία μπήκε σε μοναστήρι (1758) απ’ όπου γρήγορα αναγκάστηκε να δραπετεύσει εξαιτίας ορισμένων εγκληματικών πράξεών του.… … Dictionary of Greek
Λάσκαρης, Κωνσταντίνος — (Αθήνα 1918 – 1989). Πολιτικός. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αναμεμειγμένος με τα συνδικαλιστικά, καθώς ο πατέρας του υπήρξε ιδρυτικό στέλεχος της ΓΣΕΕ, πολιτεύθηκε στη Β’ Αθηνών με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας και εξελέγη … Dictionary of Greek
Μεξικό — Κράτος του νότιου τμήματος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τις ΗΠΑ και στα Ν με την Μπελίζ και τη Γουατεμάλα. Βρέχεται στα Δ από τον Ειρηνικό ωκεανό και στα Α από τον κόλπο του Μεξικού.O ποταμός Pίο Γκράντε αντιπροσωπεύει ένα μεγάλο… … Dictionary of Greek
πυρίμαχα υλικά — Υλικά που χρησιμοποιούνται σε βιομηχανικές κατασκευές και χαρακτηρίζονται από την αντοχή τους στις υψηλές θερμοκρασίες χωρίς να χάνουν το σχήμα ή τη σκληρότητά τους. Τα π.υ. δεν αντιδρούν χημικά με τα υλικά που έρχονται σε επαφή και, σύμφωνα με… … Dictionary of Greek